διαγίνομαι

διαγίνομαι
διαγίνομαι (s. γίνομαι) 2 aor. διεγενόμην to pass/elapse of time (Lysias, Or. 1, 15 χρόνου μεταξὺ διαγενομένου; X., Isaeus et al.; Joseph., s. below; PStras 41, 42 πολὺς χρόνος διαγέγονεν [250 A.D.]; POxy 68, 18; PLond V, 1676, 40; PFamTebt 15, 139; Mitt-Wilck. I/2, 41, col. III, 25; cp. διά A2a; LXX has the word only 2 Macc 11:26 in another mng.) διαγενομένου τοῦ σαββάτου when the Sabbath was over Mk 16:1. ἡμερῶν διαγενομένων τινῶν several days afterward Ac 25:13 (cp. Jos., Ant. 7, 394). ἱκανοῦ χρόνου διαγενομένου since or when considerable time had passed 27:9.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • διαγίγνομαι — και διαγίνομαι (Α) 1. διέρχομαι, περνώ 2. ζω 3. επιζώ 4. παρεμπίπτω, παρέρχομαι, φθάνω σε κάποια ηλικία και μάλιστα προχωρημένη 5. (με επίρρ.) συμβαίνω κατά κάποιο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”